- ἤτρια
- ἤτριονwarpneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήτριον — ἤτριον και δωρ. τ. ἄτριον, τό (Α) 1. (για την υφαντική) το στημόνι 2. συνεκδ. ύφασμα 3. φρ. «ἤτρια βύβλων» λεπτά φύλλα παπύρου πλεγμένα σταυροειδώς σαν ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτρ ιον (πρβλ. ηρ ίον, κηρ ίον). Η λ. απαντά ως β συνθετικό στο συνθ.… … Dictionary of Greek
αθλητής — ο (Α ἀθλητὴς) (ΝΜ θηλ. ήτρια) αυτός που αγωνίζεται για το βραβείο, αυτός που μετέχει στα αθλητικά αγωνίσματα (αρχ. και ως επίθ.) ο εξασκημένος σε κάτι, έμπειρος μσν. νεοελλ. αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας ιδέας (λέγεται συνήθως για… … Dictionary of Greek
αναγεννητής — Συσκευή με την οποία προθερμαίνεται ο αέρας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί σε μεταλλουργικές μονάδες. Είναι ένας θάλαμος θερμικά μονωμένος και γεμάτος πυρίμαχους πλίνθους, τοποθετημένους έτσι ώστε να μπορούν να κυκλοφορούν τα αέρια. Κατά την… … Dictionary of Greek
ανακινητής — ο (θηλ. ήτρια) αυτός που επαναφέρει παλαιά υπόθεση ή ζήτημα στην επιφάνεια και προκαλεί το ενδιαφέρον γι αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγια λ. < ανακινώ] … Dictionary of Greek
αναμασητής — ο (θηλ. ήτρια) 1. αυτός που αναμασά, που επαναλαμβάνει τα λόγια κάποιου άλλου 2. αυτός που επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια … Dictionary of Greek
κολυμβητής — ο θηλ. ήτρια (AM κολυμβητής) [κολυμβώ] αυτός που κολυμπάει ή που ξέρει να κολυμπάει (α. «ένας δεινός κολυμβητής έσωσε το παιδάκι από βέβαιο πνιγμό» β. «χειμερινός κολυμβητής» γ. «κολυμβῶσι... οἱ κολυμβηταί... ὅτι ἐπίστανται», Πλάτ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
προπωλητής — ο, θηλ. ήτρια, ΝΑ [προλωλῶ] νεοελλ. άτομο που προπωλεί προϊόντα από πριν, δηλαδή προτού είναι έτοιμα για παράδοση αρχ. μεσίτης, προπώλης* … Dictionary of Greek
αναγεννητής — ο θηλ. ήτρια αυτός που αναγεννά, αναζωογονεί: Ο Μ. Πέτρος υπήρξε ο αναγεννητής της Ρωσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απολογητής — ο θηλ. ήτρια,1. συνήγορος: Έχει γίνει παντού ο απολογητής του φίλου του. 2. χριστιανοί συγγραφείς του 2ου κυρίως αιώνα που υπερασπίσανε το χριστιανισμό από τις κατηγορίες Εβραίων και ειδωλολατρών: Μερικοί από τους απολογητές είναι αξιόλογοι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρνητής — ο θηλ. ήτρια αυτός που απαρνιέται κάτι: Δεν περίμενα πως θα γινόταν αρνητής της φιλίας μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)